«Ένα τραγούδι για τον Ορφέα»: ομιλία της Παρασκευής Κοψιδά – Βρεττού (Λευκάδα 2012)

  • Post category:Κριτικές
  • Reading time:Χρόνος ανάγνωσης 3 λεπ.

    Εν αρχή ην… ο θάνατος. Στη φιλοσοφία, στην ποίηση, στην ψυχολογία, στη ζωή, προπάντων. Την διαπερνά ως σκέψη, ως νόημα, ως βίωμα οριακό, ως ιστορικότητα, ως σημαίνον και σημαινόμενο. Την υπονομεύει, την προ-σ-καλεί, την ειρωνεύεται, τη σαρκάζει. Την ακυρώνει-όταν και όπως…Μια αέναη διαλεκτική επίθεσης και άμυνας η διαχρονία θανάτου και ζωής. Kαι ένα ατέρμον συμβάν συμπαντικής νομοτέλειας.

   Υπό το κράτος του φαντασιακού του θανάτου κατοπτεύεται ολόκληρη η ανθρώπινη ζωή. Κάτω από τους ρεαλισμούς των συμβάντων του θανάτου και των μυθιστορικών του πλοκών, η εκπεφρασμένη και άρρητη ποίηση των αισθημάτων του-αυτού του έπους με το οποίο αναμετράται η ανθρώπινη ψυχική ανθεκτικότητα. Και αντέχει τελικά, γιατί υποτάσσεται, αντέχει να υποταχθεί, να συμφιλιωθεί. Αντέχει τη μνήμη, τελικά. Την εξορκίζει. Κάτι σαν του Breton την καγχαστική συνταγή Κατά του θανάτου στο Μανιφέστο του Σουρρεαλισμού του 1924: Ο σουρρεαλισμός θα σας εισαγάγει στον θάνατο που είναι μια μυστική εταιρεία. Θα σας φορέσει ένα γάντι, θάβοντας εκεί το Μ από το οποίο αρχίζει η λέξη Μνήμη. Μην παραλείψετε να έχετε ευχάριστη διάθεση για τη σύνταξη της διαθήκης σας. Ζητώ, για τον εαυτό μου, να οδηγηθώ στο νεκροταφείο με καμιόνι για μετακομίσεις. Να καταστρέψουν οι φίλοι μου κάθε αντίτυπο της έκδοσης της Πραγματείας για τη μηδαμινότητα της Πραγματικότητας (Discours sur le peu de Realite).

   Ο άλλος δρόμος-αυτός που επιλέγει ο Νίκος Σιδέρης να «περπατήσει» στη συνεκτική μυθιστορηματική του «πραγματεία»: Ένα τραγούδι για τον Ορφέα– μας προσφέρει τους ελιγμούς σκέψης και στοχασμών μιας ψυχικής ενδοχώρας που σαν σε ολιστική ψυχαναλυτική τομογραφία υποδύεται το-και αποδύεται στο- παιχνίδι των δραματικών συναναγνώσεων ζωής και θανάτου. Για να μας καθοδηγήσει στην αναγνώριση. Ποια αναγνώριση; Της διπλής οπτικής, όπως σε κυβιστικό πίνακα, που προσφέρει ως εμπειρία πολλαπλών όψεων η συνύπαρξη ζωής και θανάτου, το ισοζύγιο της μεταξύ τους ολοκληρωτικής, δια βίου, και πέραν τούτου, συνομιλίας.

   Μια αφορμή χρειάζεται ο συγγραφέας για το έργο του. Την αιτία την προσφέρει αενάως η φαντασία του, σε πλήρη ετοιμότητα για να συνθέσει την πρώτη ύλη σε σώμα ένζωης δημιουργίας. Η αφορμή δίνεται σε μια συνήθη εμπειρία καθημερινότητας, αυτήν της «αρρώστιας», την οποία οι άνθρωποι ζητούν περιδεείς να εξορκίσουν με μετονομασίες ή περιγραφικούς άλλους χαρακτηρισμούς. Μια διάγνωση καρκίνου για τον κεντρικό ήρωα, και αίφνης εκκινά όλο το επιθετικό βάρος της ζωής να μεταμορφώνεται σε αμυντικό εξοπλισμό ανίχνευσης νοημάτων, εξηγήσεων, ερωτηματικών, ερμηνειών, αποκαλύψεων-γυμνές αλήθειες και απογυμνωμένα ψεύδη, παραισθήσεις και φυγές και αντίδοτα σε ανεπιθύμητες πραγματικότητες. Την ανωνυμία της δημογραφικής στατιστικής της ασθένειας και των υποκειμένων της, την μετατρέπει σε επώνυμους, σαρκωμένους οικείους μας-μετά την ανάγνωση- ο ψυχαναλυτής και συγγραφέας Νίκος Σιδέρης. Με την ιδιότητα του ψυχαναλυτή-δεν ξέρω ποια ταυτότητά του προηγείται- έχει στα χέρια του εργαλεία και τεχνικές, έχει το ταλέντο του μυθοπλάστη επιστήμονα, ώστε να ξεκλειδώσει την πιο μύχια γλώσσα, τα πιο κεκρυμμένα νοήματα, τις πιο υπαινικτικές αστραπές σκέψης, τα πιο αυθόρμητα λεκτικά συμβάντα σε εξελισσόμενες ψυχαναλυτικές μυθιστορίες: όπου πρόσωπα-τα τρία κύρια ευκρινή πρόσωπα της ιστορίας του: ο Θάνος-Ορφέας (πόσοι συμβολισμοί-μοιραίοι ίσως-στην ονοματολογία του), η Ζωή, η Ευρυδίκη, και άλλα πρόσωπα που κινούνται γύρω τους περιφερειακά σε κεντρομόλες δράσεις, άμεσα λεκτικές και έμμεσα, σε αναδιηγητικές βασανιστικές αφηγήσεις, πραξιακές, καθώς αναμνημονεύουν τις ζωές τους υπό την εποπτεία του μέγιστου φόβου.

   Ποιο είναι το εκκλυτικό αίτιο αυτού του φόβου, του αρχέτυπου ανθρώπινου φόβου απέναντι στο θάνατο, ίδιου ίσως με της γέννησης τον αρχέτυπο φόβο, αν υπήρχε εξομολογητική εμπειρία του; Η διάγνωση της ασθένειας που συνιστά στο συλλογικό φαντασιακό μια ταυτολογία με τον θάνατο, υπονομεύει στο μυθιστόρημα δραματικά όχι μόνον τη μελλοντική διάσταση του χρόνου του ήρωα αλλά και την προηγούμενη ζωή και τις σχέσεις του, τις αποφάσεις και τις επιλογές του, τα «ναι» και τα «όχι» της ζωής του, καθώς υποβάλλει στη βάσανο της εντελεχούς ανάλυσης τα συνθετικά τοπία της ψυχής του. Και γύρω από αυτά, ενορχηστρώνονται τα διαδραστικά ψυχικά και πραξιακά σενάρια της ζωής των ηρωίδων της μυθοπλασίας. Ένας αμείλικτος αφηγητής-μην ρίχνετε ύποπτα τη ματιά στον συγγραφέα- μέρος του μυθοπλαστικού σύμπαντος, μια περσόνα μυθοπλαστική, αυτόνομη, γνωρίζει την ιστορία και την αναμεταδίδει σε αφηγηματικά συμβάντα με τις πολλαπλές ψυχικές και συναισθηματικές περιελίξεις και ερμηνείες τους, πότε καλυμμένος διακριτικά (covert) και άλλοτε φανερός (overt), με μιαν ένταση παρουσίας που καταλύει την αθωότητα και την αυτοτέλεια του αναγνώστη. Ο αφηγητής του έχει «αναγνώσει» πρώτος και μοναδικός την «ιστορία» και την κάνει «αφήγηση», εμπειρία να τη μοιραστεί με ακροατές-αναγνώστες. Ο λόγος του δεν είναι μόνον η εξιστόρηση των γεγονότων του έργου, η ροή της κίνησης στην καθημερινότητα, ούτε οι ρωγμές και τα χάσματα και οι όποιες λύσεις των απρόσκοπτων ροών. Προστίθενται ή παρεμβάλλονται εξηγητικά, παραβολικά, συγκριτικά, ενορατικά πολιτισμικά σπαράγματα με τις δικές τους αφηγηματικές γλώσσες και υπο-νοούμενα. Πίνακες ζωγραφικής (Πικάσο, Μονέ, Μαγκρίτ, Ντε Κίρικο, Ρέμπραντ, Ελ Γκρέκο), φιλοσοφικά κείμενα και απόψεις από την Ανατολή και τη Δύση, φυσικά τοπία, βιβλιογραφικές ειδήσεις με τον αέρα της ακαδημαϊκής συγχρονίας αλλά και την οργανική ένταξη στην αφηγηματική προθετικότητα του αφηγητή. Ο τελευταίος είναι και ο αυθέντης του χρόνου του-παίρνει τον γραμμικό εξελικτικό χρόνο της ιστορίας και τον παίζει ελεύθερα στην αφηγηματική του πράξη, πότε συστέλλοντας, πότε διαστέλλοντας το παραδομένο στη μυθοπλασία βασίλειό του, ανάλογα με την αφηγηματική οικονομία που θέλει γεγονότα να περιστέλλονται ως αδιάφορα επιταχύνοντας τον αφηγηματικό ρυθμό και άλλα να περνούν σε διάρκειες που τεντώνουν τις αισθήσεις και ταρακουνούν συθέμελα τη βαθιά συνείδηση.

   Μέσα από τον μετασχηματισμό της μικρής ιστορίας του Θάνου, του κεντρικού ήρωα, και των παράλληλων ιστοριών της Ζωής και της Ευρυδίκης, τον πραγματικό χρόνο της ανελισσόμενης γραμμικά ζωής τους, ποικίλοι άλλοι στις πυκνώσεις και τις αραιώσεις τους χρόνοι, έρχονται και κατασκευάζουν σε βιώματα, οριακά κάποτε, τα συναισθηματικά και ψυχολογικά συμβάντα της μυθοπλαστικής μεταποίησης της «ιστορίας». Οι χρονικές ασυμφωνίες, οι αναχρονίες στη γλώσσα της αφηγηματολογίας-τόσο ψυχογραφικά θεμελιωμένες από την ψυχαναλυτική ευφυία του συγγραφέα- περνούν διαδοχικά, συχνά απρόσμενα, ανάλογα με τους συνειρμούς και τις αυτόματες διασυνδέσεις, σε αναλήψεις κατά το πλείστον, αλλά και προλήψεις της κειμενικής αφήγησης-όπου οι τελευταίες κατευθύνονται σε ένα απροσδιόριστο-πλην όμως διαχεόμενο δραματικά φάσμα- εκείνο του θανάτου. Εισβάλλουν στο χρόνο της «ιστορίας» άλλοτε σαν μνήμες από το παρελθόν των ηρώων, πραϋντικές και ανάλαφρες, βαριές και μελαγχολικές ή ιδανικευμένες, άλλοτε σαν όνειρα με τη φροϋδική πολυσημία τους, καθώς ανασύρουν στην επιφάνεια περιεχόμενα απωθήσεων με φόβους, ματαιώσεις, λιμπιντικές καταστάσεις, ανεξομολόγητες ενοχές και αμαρτήματα και πρωταγωνιστή πάντα τον απόλυτο φόβο: του θανάτου.    Για να κατακτηθεί, στη διάρκεια των άπειρων ψυχαναλυτικών και συναισθηματικών διαπλοκών των ηρώων, η λυτρωτική συνείδηση της ανθρώπινης χθονιότητας, η εσωτερίκευση μιας ανθρωπιάς, που απλά θα διατυπωθεί στην καταλυτική εξίσωση: Τι σημαίνει άνθρωπος=Πλάσμα που πεθαίνει, έχοντας τότε αναμετρηθεί με την πρόκληση του άμετρου, συνεχούς χρόνου: όταν ο χρόνος γίνεται στιγμή, ζεις την αιωνιότητα (σ.379). Ίσως αναγιγνώσκεται ως η αφοριστική διατύπωση ενός υπαρξιστικού μηδενισμού. Δεν είναι έτσι. Γιατί «η ύπαρξη περιλαμβάνει τη ζωή, τον θάνατο, το «ευχαριστώ» για όσα έζησα και το δεν πειράζει για όσα δεν έζησα…(σ. 379).Το ψυχογράφημα της ανθρωπολογίας του θανάτου, κοινού διαπολιτισμικού βιώματος, μέσ’από μια μυθιστορική μελέτη περίπτωσης εδώ, συναρτάται με το ανάπτυγμα της ηθικής της ζωής: αγάπη (ανώτερη από τον έρωτα)-που «δεν φοβάται την ατέλεια» (σ.382), ανθρωπιά, αλήθεια. Kαι η φυσικότητα της συνύπαρξης ζωής και θανάτου, αυτό που στη σοφιστική σκέψη ορίζεται ως φύση, σε αντίστιξη προς τον νόμο, πολιτισμική κατασκευή: Η ζωή δεν μπορεί να παραιτηθεί υπέρ του θανάτου, ούτε κι ο θάνατος υπέρ της ζωής, εκτός κι αν τα δύο ενταχθούν σε κάποια ανώτερη ενότητα…(σ. 327).

   Δεν μπορώ σ’ αυτό το σημείο να μην αναφερθώ στις ανθρώπινες αναγωγές που πραγματώνονται αυθόρμητα μέσα στο έργο και αναδίδουν το άρωμα της αθωότητας της λαϊκής ανθρωπιάς, όπως το βίωσαν και εξακολουθούν κάπου να το βιώνουν περιφερειακές ανθρώπινες κοινότητες του λαϊκού πολιτισμού και των έμπρακτων αξιών του. Ένας θάνατος σε χωριό είναι τελείως άλλο πράγμα από έναν θάνατο στην πόλη. Ο θάνατος της θείας Ευτέρπης, αδελφής της μητέρας του ήρωα, γίνεται μοιρασμένο πένθος για όλο το χωριό, που θα ματαιώσει, σε ένδειξη ανθρώπινης μέθεξης στον πόνο, το πανηγύρι της Παναγίας, την πιο μεγάλη μέρα της χρονιάς (134). «Χαρές και βάσανα σε ανθρώπινη κλίμακα» (189), «Επιστροφή στους ανθρώπους» (σ. 134). (Κάπου εδώ υπάρχει και η Λευκάδα, σε έκτακτες απρόσμενες μνήμες, (ψαροταβέρνα στον Άγιο Νικήτα) (196) κ.α.

   Σε αντίστιξη, η εμπορευματοποιημένη φύση όλων των αξιών της πόλης-του αστικού πολιτισμού-, στη νεοτερική και μετανεοτερική σύγχρονη εκδοχή της. Η ανέλιξη της ζωής, κερματισμένη σε ατομικότητες που πάσχουν μέσα στην αλλοτρίωση και στον ιστό της εμπράγματης αντιμετώπισής τους από τις επενδύσεις ενός «αγοραίου» περιβάλλοντος. Την εικονοποιία αυτού του περιβάλλοντος παρακολουθούμε στο έξοχο εφεύρημα της ψυχανάλυσης μιας ευρηματικής επιχείρησης εμπορίας θανάτου: όπου ο κεντρικός ήρωας, ο Θάνος, υπερβαίνοντας ιδεολογικούς και αξιακούς ενδοιασμούς και αναστολές, θα μορφοποιήσει στη σκέψη του ένα πλήρες project-εμπορικής επιχείρησης, με το συμβολικό όνομα ΜΟΡΦΕΑΣ, που θα διαχειρίζεται προσωποποιημένα πακέτα θανάτου- ή κοιμητήρια πακέτα(σ.98). Η αυταπάτη του νοσηρού ναρκισσισμού, όπως η ψευδεπίγραφη αξιακή απάτη του εμπορευματοποιημέου imperium της αγοράς, εκμαυλίζει τα εύκολα θύματά της. Το πάλεμα του θανάτου με προσαρμογές της Ανατολικής φιλοσοφίας-του Ταλμούδ, της καζαντζακικής βιοθεωρίας του Ζορμπά, της γραφικότητας του «αστείου» με την πρωτογενή του σημασία (ανθρώπου της πόλης), ανθρωπάκου. Ένα πανόραμα σκηνοθετικής ευφυίας, αποκάλυψης των μυστικών του πετυχημένου management, της ψυχολογίας της αγοράς και της κατασκευής του καταναλωτικού μύθου, της έντεχνης αιχμαλωσίας του target group στο στόχο της αγοράς-το κέρδος- μέσω της καλλιέργειας, επιβολής και ιδανίκευσης μιας ιδεολογίας θυματοποίησης: «Από τη στιγμή που για μας είναι απλώς καταναλωτές, όλες οι άλλες ιδιότητές τους είναι καθαυτές αδιάφορες, εκτός και αν συσχετίζονται με τις καταναλωτικές συμπεριφορές τους. Άρα δεν υπάρχουν ως ολότητες, ως άνθρωποι, αλλά ως γκάμα δυνητικών συμπεριφορών. Ήτοι, ως μερικά αντικείμενα χειρισμού εκ μέρους μας και αντίδρασης εκ μέρους τους. Συνεπώς, το ζητούμενο δεν είναι να κατανοούν τι κάνουμε εμείς, αλλά να κάνουν εκείνοι ό,τι εμείς υπαγορεύουμε. Ακριβέστερα: Όσο λιγότερο κατανοούν, τόσο περισσότερο καταναλώνουν ό,τι τους επιβάλλουμε» (σ. 103-104). Κι αν δεν νοηματοδοτούνται πλήθος άλλοι θάνατοι εδώ, αθέατοι, ειρωνικοί, σαρδόνιοι, κίβδηλοι, απατεώνες θάνατοι καθώς υποσκάπτουν δόλια σε αργούς χρόνους τα θεμέλια της ζωής, τα ίδια τα καίρια και ουσιαστικά νοήματά της σε μια συνωμοσία αποϊδανικεύσεων:

Πώς πυκνώνει αποφθεγματικά ο αγοραίος κυνισμός, στο Ανάποδο Ευαγγέλιο της «Τετραλογίας του Υψηλού Κυνισμού»:

 H αλήθεια πάντοτε χτες ήταν αλλιώς. Δεν υπάρχει, δεν πουλάει.

 Οι αποτυχημένοι είναι μόνο καύσιμα για να κινούνται οι επιτυχημένοι.

 Δόλωμα εκτυφλωτικό και φάκα αόρατη, αυτός είναι ο δρόμος.

 Φά’τους να μη σε φάνε! (σ.66)

 Υπάρχει ωστόσο διάχυτο σε όλο το έργο-στη διαλεκτική των ηρώων με τη σκέψη και την ψυχή τους, με τους χρόνους και τις περιοδολογήσεις της ζωής τους, με τους πολιτισμούς τους, με τη μοίρα τους, εντέλει-, το αίτημα μιας ηθικής συνείδησης της ζωής και των δια-ανθρώπινων αξιών της. Κι αυτό ξετυλίγεται από ένα απίθανο, πολύκλωστο κουβάρι περιελίξεων του στοχασμού και της συμπάσχουσας λύπης των ηρώων-έκφανση της ύψιστης ενανθρώπισης του ανθρώπου και εναποτίθεται στη σμίλεψη εικόνων και λόγων της πιο απλής καθημερινής επώασης της ανθρωπιάς: η εικόνα του μικρού τυφλού παιδιού που με το λευκό οδηγητικό μπαστουνάκι αναβλέπει μονάχα τη γαλήνια εμπιστοσύνη της πατρικής παρουσίας δίπλα του. Και η φιλοσοφημένη επιθυμία του Θάνου: Στη ζωή μου δυο πράγματα θέλω: Μια γυναίκα να μ’αγαπά. Κι ένα βιβλίο να μου μιλά. (σ. 280).Και η υπέρβαση των ηρωίδων μπροστά σε ένα ψυχαναλυτικό κάτοπτρο όπου παίζεται ο έρωτας, ο ανταγωνισμός, η ζήλεια, το πάθος, η καχυποψία, ό,τι προαιώνια βαραίνει αβάσταχτα, με τους ρεαλισμούς και την ποίησή του τον έρωτα. Παίζονται υπό την αμείλικτη εποπτεία του θανάτου-στιγμή συνειδητότητας της ανθρώπινης φύσης-για να κατακτηθεί το απόλυτο της αγάπης, μια πρωθύστερη «μελέτη ζωής». «Φάσμα του θανάτου, θέατρο της γνώσης» (σ. 391)-η κορυφαία κατάκτηση του συνειδέναι.

    Με ποια γλώσσα τη ζουν οι ήρωες τη ζωή; Με όλες τις γλώσσες που έχει η ίδια η ζωή, με όλες τις γλωσσικές ποικιλίες και τις χρωματικότητες, τα ύφη και τα νοούμενα, τις τονικότητες. Κυριολεξίες και μεταφορές, συμβολισμοί και αλληγορίες, υπονοούμενα με εύγλωττη στίξη, ακόμα και με ηχηρές, κάποτε εκκωφαντικές αμήχανες σιωπές. Σωματικότητα και πνευματικότητα, φαινομένη χειρονομία, άρρητοι λογισμοί. Με νεανικό αέρα στη γλώσσα, με τις ιδιολέκτους της τρέχουσας αργκό (Δεν παίζεσαι, Ας φάνε χώμα, σε χρόνο ντε-τε) των επινοημένων επικαιρικών εκφράσεων της συγχρονίας(δεν παίζεσαι, φλασάκι χαμόγελου, κοντρολάρει, ατάκα, τον πούλησε, πάνε πακέτο) με μνήμες λαϊκής γλώσσας σε λέξεις και εκφράσεις, σε περιεκτικό παροιμιακό λόγο. Με γλώσσα της αγοράς και της πιάτσας, της διαφήμισης και του management, με όρους ξενικούς εγκλιματισμένους άνετα στον καθημερινό γλωσσικό κώδικα. Με την τρέχουσα ήπια βωμολοχία της καθημερινής αναστροφής. Με την ορολογία: της επιστήμης, των τυχερών παιχνιδιών, του ποδοσφαίρου. Με λυρισμό τέλος, πραϋντικό γλωσσικό λυρισμό που συνοδεύει, καθαρτήρια γλωσσική και πραξιακή χειρονομία το άχθος της ζωής, το πάθος του θανάτου. Μια αίσθηση γλωσσικής αμεσότητας και ζωντάνιας-αίσθηση προφορικότητας, αυτού του συναρπαστικού αυθεντικού περιβάλλοντος της γλώσσας, μέσα στο οποίο οι ήρωες όλοι μπορούν να μιλούν, να διαλογίζονται, να αποκαλύπτουν, να αποκρύπτουν φωναχτά και να εξομολογούνται σιωπηλά. Να μοιράζονται με άπειρους άλλους ανθρώπους και κόσμους, το όνειρο, την προσμονή, τη λύπη, την παιδικότητα, τον έρωτα, την αγάπη, τη μέθεξη-πρώτες και δεύτερες ζωές-όπως αυτή τη στιγμή, όπως πολλές άλλες στιγμές και περιβάλλοντα, όπου οι ήρωες θα ταξιδέψουν και θα μοιραστούν γενναιόδωρα: την τέχνη της ζωής, την τέχνη του θανάτου, την ομορφιά της ζωής μέσ’ από την αλήθεια του θανάτου.

 

 Ομιλία της Παρασκευής Κοψιδά-Βρεττού στην παρουσίαση του βιβλίου στη Λευκάδα

(“Αρτηρία”, Μαρίνα Λευκάδος, 1 Δεκεμβρίου 2012)