Herve Castanet «Λέξη και εικόνα» ή για τη συνάντηση υποκειμενικότητας, κώδικα και πραγματικού

  • Post category:Κριτικές
  • Reading time:Χρόνος ανάγνωσης 1 λεπ.

Πρώτα-πρώτα, ένα θερμό ευχαριστώ στον ΙΑΝΟ για τη γενναιόδωρη παράδοση φιλοξενίας εκλεκτών ανθρώπων και έργων του πνεύματος, σε καιρούς εξόχως αντιπνευματικούς. Στις εκδόσεις OPPORTUNA, που συνεχίζουν να χτίζουν μια γόνιμη παράδοση δημοσίευσης έργων απαιτητικών, ελληνικών και ξένων, στους καιρούς της ευκολίας και της συνθηματολογικής λειτουργίας του νου. Και, φυσικά, στον κύριο Castanet που με το βιβλίο του «Λέξη και Εικόνα» μας προσφέρει την ευκαιρία να απολαύσουμε και να σκεφτούμε ταυτόχρονα πάνω σε κρίσιμες όψεις της υποκειμενικότητας και της δημιουργικότητας, έτσι όπως συγκροτούνται και αναδύονται κατά τη συνάντηση μεταξύ φαντασίας και λόγου, από τη μιά, άφατου και ανείκαστου μέχρι τη στιγμή της μορφοποιούσας συνάντησης, από την άλλη. Δηλαδή, στο περιβάλλον της συνάντησης μεταξύ των κωδίκων που μετέχουν στη συγκρότηση του ανθρώπινου φαινομένου σε πολλές κλίμακες, από τη μιά, και το άφατο και ανείκαστο, το ασύλληπτο που με αφορά ως υποκείμενο ― τουτέστιν, το Πραγματικό ― από την άλλη.

Τέτοιες συναντήσεις αποδίδονται χαρακτηριστικά από τους ίδιους τους δημιουργούς με όρους συγκλονισμού του βιώματος από αισθήσεις που εκδιπλώνονται καθοριστικά στο δίπολο « ένταση και λύτρωση» ή «αγωνία και έκσταση» : Τί χρείαν έχομεν άλλων μαρτύρων, όταν οι ίδιοι οι δημιουργοί αναφέρονται στη δομούσα αίσθηση της αγωνίας —κατ’ εξοχήν σημείο της συνάντησης με το Πραγματικό― και, ταυτόχρονα, στην άκρα και άκρατη πνευματική απόλαυση που αναδύεται από την πράξη της δημιουργίας, τόσο για τον λειτουργό μιας τέτοιας πράξης (εν προκειμένω, τον καλλιτέχνη), όσο και για όλους όσους θα αφεθούν στην εμπειρία της μέθεξης, σύμφωνα με του Ηρακλείτου τη ρήση «του λόγου δ’ εόντος ξυνού ζώουσιν οι πολλοί ως ιδίαν έχοντες φρόνησιν»;

Ο ίδιος ο κύριος Castanet, στα ΠΡΟΛΕΓΟΜΕΝΑ του, χαρακτηρίζει το έργο του συνονθύλευμα με οδηγό νήμα. Συνονθύλευμα ως προς την έκταση των πεδίων που αγκαλιάζει (ζωγραφική, γλυπτική, φωτογραφία, σκηνοθεσία, ποίηση, μυστική εμπειρία, καθώς και μια προσωπική του μυθοπλασία). Με οδηγό νήμα, ωστόσο, το ότι η λέξη και η εικόνα (όπως και το έργο γενικότερα, θα έλεγα) αποτελούν μορφές, τρόπους επεξεργασίας του Πραγματικού.

Τρόπους που συγκλίνουν ως προς την πρόσφυσή τους στο Πραγματικό ―στο συγκλονισμό της εμπειρίας και της ψυχικής λειτουργίας που προκαλεί η συνάντηση με τα πράγματα, ένθεν των μορφών και των ονομάτων. Δίχως το παράδοξο της μορφοπραξίας, της παραγωγής μορφών που σημαίνουν με πρώτη ύλη το Πραγματικό, δεν νοείται τέχνη, έργο ― οριακά, ως έργο, και η μαρτυρία, η μετάδοση μέσω του λόγου, των αποτυπωμάτων της μυστικής εμπειρίας, όπως στους στίχους του Άγγελου Σιλέσιου, καθώς και η κατάθεση της προσωπικής μυθολογίας του συγγραφέα ως κάνναβος το ίδιου του έργου. Δίχως συνάντηση με το Πραγματικό ―συνάντηση η οποία, μερικώς οπωσδήποτε, δαμάζεται καθώς μορφοποιείται― δίχως διαλεκτική αντιμωλία με το Πραγματικό, έργο δεν νοείται. Έργο υποκειμενικότητας, και ως τέτοιο συνομιλητής, συγκάτοικος στη χώρα όπου ζουν και κινούνται , ομιλούν και πράττουν, ακούν και βλέπουν ή δεν ακούν και δεν βλέπουν, άλλες υποκειμενικότητες. Ή, με μια εικόνα, όσα τόση ώρα λέγονται με λέξεις: Χωρίς το χαλικάκι μέσα στο όστρακο, δεν θα προκύψει μαργαριτάρι, ούτε ό,τι προσφέρει το μαργαριτάρι τους ανθρώπους ως αίσθηση.

Η τέχνη του υποκειμένου που αναδύεται μέσα από τη διαλεκτική της συνάντησης ανάμεσα στην υποκειμενικότητα, από τη μια, και στο Πραγματικό, από την άλλη, στο περιβάλλον συγκεκριμένων κωδίκων, εμφανίζει τέσσερις ιδιαιτερότητες, που με δεξιοτεχνία αναδεικνύουν οι αναλύσεις του κυρίου Castanet:

Πρώτο, ο εκάστοτε κώδικας μορφοποίησης του αποτυπώματος μιας τέτοιας συνάντησης δεν είναι αδρανές έκδοχο, αλλά ενεργητικός τελεστής στην όλη διεργασία της μορφοπραξίας. Άλλωστε, το ειδοποιό γνώρισμα κάθε τέχνης δεν έγκειται στα νοητικά υλικά που επεξεργάζεται και στα νοήματα που αποδίδει, αλλά στην ιδιότυπη γλώσσα της, παραδεδομένη ή μερικώς επινοημένη.

Δεύτερο, η εκάστοτε μορφοπραξία δεν εξαντλεί την επίπτωση του Πραγματικού. «Ένα ψεγάδι, ένα χάσμα, μια ρωγμή ―μια οπή» (όπως αναφέρει ο συγγραφέας) αποτελούν συστατικό του αισθητού μη-όλου, που συγκροτείται ως έργο, ως έμπρακτη πάλη του δημιουργού για να το καταδείξει ― χάριν νοήματος και απόλαυσης, που είναι το ίδιον της τέχνης.

Τρίτο, όσο και αν η πράξη της δημιουργίας, της μορφοπραξίας, δεν καταλήγει στην εξάντληση του Πραγματικού, το έργο εμφανίζει ένα στάτους, απ’ αυτή τη σκοπιά, παράδοξο: Δεν εξαντλεί, ως λέξη ή ως εικόνα, τον λανθάνοντα καταναγκασμό του Πραγματικού― εκείνου που «δεν δύναται ούτε να αρθρωθεί, ούτε να καταδειχθεί και αποτελεί για τον ζωγράφο ή τον συγγραφέα μια εξαναγκαστική επιλογή», όπως το θέτει ο κ. Castanet. Ωστόσο, ίδιον του έργου τέχνης είναι η αρτιότητα που αποπνέει, σε σημείο που το να του προστεθεί ή να του αφαιρεθεί κάτι όχι μόνο δεν είναι απαραίτητο, αλλά, αντίθετα, καταστρέφει το έργο!

Έτσι λοιπόν το έργο, αναδιατύπωση της φαντασίωσης του καλλιτέχνη στη γλώσσα της τέχνης του, έσχατο πέπλο του Πραγματικού και εύφορη μετάπλαση της επίπτωσής του, συγκροτείται ως άρτια μεταφορική πραγματικότητα, ως γόνιμη μερικότητα, η οποία λειτουργεί στην πρόσληψή της ως συνεκδοχή του οικουμενικού: Όχι του Όλου, αλλά του ηρακλείτειου «ξυνού», ας διευκρινίσω.

Τέταρτο ―όπως δείχνει η καθολική εμπειρία από τη λειτουργία του έργου του πνεύματος, η υπαρκτική μερικότητα κάθε έργου οδηγεί στην αίσθηση μιας ύπαρξης όχι ακρωτηριασμένης, χωλής, αλλά μεστής, ζωοδότρας. Δηλαδή, στοιχειοθετεί την επάρκεια του μερικού ―αισθητική, αισθαντική, νοητική, υπαρκτική, πνευματική― ως ύψιστη τεκμηρίωση του ότι ο συμβολικός ευνουχισμός δεν καταλύει, αλλά υποστηρίζει την ευστάθεια, την αναβάθμιση και το άνοιγμα της υποκειμενικότητας, όχι με όρους εξαντλητικής συσσώρευσης εμπειριών, πληροφοριών ή αντικειμένων, αλλά με όρους καλής συνάντησης μεταξύ υποκειμένου, κωδίκων και πραγμάτων ― όσο κι αν αυτή χαρακτηρίζεται από μερικότητες, περιορισμούς, παροδικότητες, εύλογες μυθοπλασίες και αστοχίες χειρονομιών.

Την περιδιάβαση του Castanet στο έργο του Άλλου συμπληρώνει μια εστιασμένη, γοητευτική εκδρομή σε ακραία περιβάλλοντα, που πραγματώνει ο Ν. Παπαχριστόπουλος επισκεπτόμενος την ενσάρκωση μιας ποιητικής αναρχίας στον Ηλιογάβαλο. Καθώς και η κατάθεση, εκ μέρους του κυρίου Castanet, ορισμένων ψηφίδων «Εγώ-ανάμεσα», που εικονογραφούν ―και πάλι, μέσω μιας επαρκούς μερικότητας― τη διαδρομή ενός ψυχικού συστήματος ―του Κ.― μέσα από πλήθος λαβυρίνθους, μέχρι να οδηγηθεί να ασκεί την ψυχανάλυση.

Ανάμεσα στις πλήθος ευτυχείς στιγμές που τρέφουν την ψυχή και στα ερωτήματα που ανακινούν τέτοιες εργώδεις εξερευνήσεις, μ’ αφορμή τον δρόμο του υποκειμένου Κ. αναδεικνύεται το συστατικό παράδοξο που χαρακτηρίζει την εμπλοκή της υποκειμενικότητας στην αναπαράσταση, τη διερεύνηση και την εμπειρία, ακριβώς, της υποκειμενικότητας: Πράγματι, σε όλο το βιβλίο, αλλά όλως ιδιαιτέρως στην εισαγωγή με τίτλο «Το Εγώ-ενδιάμεσα», με θέμα της τον δρόμο του υποκειμένου Κ., αισθάνομαι να αναδύεται, σε όλη την τραγική της ένταση, η οριακή εμπειρία του υποκειμένου που αναζητά και συναντά την υποκειμενικότητα του: Το παράδοξο της κατά Gödel αυτοαναφοράς, το οποίο ανακύπτει όποτε ένα (ψυχικό) σύστημα καθίσταται αρκετά ισχυρό, ώστε να διαθέτει αναπαράσταση του εαυτού του. Τότε, η οπή που χαρακτηρίζει τη διαλεκτική της συνάντησης Πραγματικού και κώδικα δεν περιορίζεται ανάμεσα στα δύο (κάτι σαν ψηφίδες «Εγώ-ενδιάμεσα»), αλλά εσωτερικεύεται συστατικά στην ίδια τη διαδικασία της αναπαράστασης. Ωθώντας και οδηγώντας έτσι και τη λέξη και την εικόνα στα όριά τους: στην αποδέσμευση μιας περιοχής Πραγματικού στην ίδια την καρδιά του κώδικα, της σημειωτικής λειτουργίας!

Ευχαριστώ και πάλι τον συγγραφέα για την ιδιαίτερη ευχαρίστηση που μου προσέφερε με το έργο του, καθώς και όλους εσάς που κάνατε τον κόπο να ακούσετε κάποια από τα πράγματα που γέννησε μέσα μου η εκτάκτως καλή συνάντηση με τη λέξη και την εικόνα κατά Castanet.

IANOΣ 7/3/2012