Έφηβος – οικογένεια: συνάντηση – αποχωρισμός

  • Post category:Άρθρα
  • Reading time:Χρόνος ανάγνωσης 1 λεπ.

Συμπαιγνία των διαδικασιών

Πολλά πράγματα κάνουν την εφηβεία μια περίοδο λεπτή και δύσκολη:

— Η φύση, που ωριμάζει το σώμα
— Η κοινωνία, που από ένα παιδί διαμορφώνει έναν ενήλικο
— Η οικογένεια, που οφείλει να εφοδιάσει ένα μέλος της με όσα χρειάζεται για να ζει ανεξάρτητα, χωρίς να κόψει κάθε δεσμό μαζί της
— Η ψυχή, που βρίσκεται αντιμέτωπη και με προβλήματα παιδιού και με προβλήματα ενηλίκου.

Η εφηβεία είναι λοιπόν και δοκιμασία και ευκαιρία

Η συζήτηση γι’ αυτά τα θέματα βασίζεται στην ιδέα ότι η οικογένεια οφείλει να αναπαράγεται καινοτομώντας.

Η θέση, η μορφή και η λειτουργία, που αποδίδονται στον έφηβο, αντιπροσωπεύουν, θα ’λεγε κανείς, περίγραμμα και σκιαγραφία του μέλλοντος που εικάζουν, με φόβο κι ελπίδα, η φαντασία και η ομιλία, τα πράγματα και ο λόγος του εκάστοτε κοινωνικού μορφώματος.

Κοινό στοιχείο, ως προς αυτό, στις δυτικές κοινωνίες του σήμερα (και στην Ελλάδα) είναι η εκδήλωση αυξημένου ενδιαφέροντος για την ψυχική ζωή και υγεία του παιδιού και του εφήβου.

Το «γιατί» αυτού του αυξανόμενου ενδιαφέροντος αντανακλά τις αδρές γραμμές ιστορικής εξέλιξης της δυτικής κοινωνίας.

Στις παραδοσιακές κοινωνίες, η εικόνα του παιδιού αποτελεί ένα τρίπτυχο:

— Παιδί «ζωντανή κούκλα». Η εικόνα αυτή οδήγησε στην ισοδυναμία «παιδί-τρελλός-πρωτόγονος» (όντα «χωρίς λογική»).

— Παιδί «στολίδι» (φετίχ, που σχετίζεται με την υψηλή αξία της μητρότητας και της γονιμότητας, καθώς και με τη διαιώνιση του ονόματος της οικογένειας).

— Και, τέλος, από τη στιγμή που το παιδί μπορούσε να κάνει δουλειές (κυρίως στο σπίτι ή στην ύπαιθρο),  παιδί «μεγάλος σε μικρογραφία». Αρκεί να κοιτάξουμε γι’ αυτό τις εικαστικές απεικονίσεις και ιδιαίτερα την ανατομία και ενδυματολογία των παιδικών μορφών.

Η ανάπτυξη της αστικής κοινωνίας ενσωμάτωσε αυτές τις εικόνες και δημιούργησε την πραγματικότητα και την εικόνα δυο πολικών οντοτήτων: από τη μια του «μικρού αστού» («μικρός κύριος» – «μικρή κυρία»), από την άλλη, του «μικρού προλετάριου», που προσφέρεται για σκληρή εκμετάλλευση στους ναούς της βιομηχανικής δραστηριότητας. Ακόμη και σήμερα, πάνω από 60 εκατομμύρια παιδιά σ’ όλο τον κόσμο δουλεύουν κάτω από απάνθρωπες συνθήκες, απροστάτευτα από οικογένεια, νόμους, πολιτεία.

Η μεταγραφή της παιδικής εργασίας στην επιστημονική και πολιτική σκέψη οδήγησε στην διατύπωση θεωριών και πολιτικών, που βασίζονταν στην αρχή ότι η πηγή του πλούτου είναι η εργασία του πληθυσμού. Συνεπώς, κάθε ιδέα περί πλούτου και μέλλοντος της κοινωνίας απαιτεί μια ιδιαίτερη αναφορά στη διαχείριση του αγαθού «παιδί» (μέλλουσες γενιές).

Η ανάπτυξη της βιομηχανικής κοινωνίας απαιτεί όλο και μεγαλύτερη εξειδίκευση της εργατικής δύναμης, δηλ. όλο και πιο μακρόχρονη εκπαίδευση των παιδιών. Έτσι αναγκαστικά διαφοροποιείται η εικόνα της εφηβείας – της όλο και πιο παρατεταμένης εφηβείας, που χαρακτηρίζει τη σύγχρονη δυτική κοινωνία.

Παράλληλα, η ανάπτυξη των κοινωνικών κινημάτων συμβάλλει κι αυτή στη διαφοροποίηση του παιδιού από την «εργαζόμενη μάζα» και στην ανάπτυξη μιας μεγαλύτερης φροντίδας γι’ αυτό. Στις περιστάσεις αυτές, η παρέμβαση του ψυχαναλυτικού λόγου, που ανακηρύσσει πανηγυρικά το παιδί «πατέρα του ανθρώπου», βρίσκει γόνιμο έδαφος για την καλλιέργεια ευαισθησιών, στον κόσμο της διανόησης, της παιδαγωγικής, της θεραπευτικής και ευρύτερα της κοινωνίας.

Τα ίδια τα κινήματα της νεολαίας (Μάης, ροκ, χίπις…) οδηγούν τόσο στην παραπέρα ευαισθητοποίηση της κοινωνίας ως προς τη διαφοροποίηση της εικόνας του εφήβου, όσο και σε αντανακλαστικά «θετικιστικής πλαισίωσης του νέου όντος» (γνώση=πρόβλεψη=έλεγχος).

Στη σημερινή ιστορική συγκυρία, η θέση του εφήβου στη δυτική κοινωνία θα μπορούσε να αντιστοιχεί στο ακόλουθο στίγμα:

Παρατεινόμενη εφηβεία (μακρόχρονη εκπαίδευση και εξάρτηση).

Ναρκισσιστική υπερεπένδυση της εικόνας του εφήβου (βλ. ιδιαίτερα ενδυματολογία, κινησιολογία, καθώς και την ευρύτερη άρνηση της φθοράς και του θανάτου). Ο εξιδανικευμένος έφηβος αποτελεί κατά κανόνα για τους μεγάλους αντικείμενο αμφίθυμης αναφοράς (ταύτιση-φθόνος-επιθετικότητα), φετίχ για την εικόνα του δικού τους εαυτού στο παρόν, επένδυση συμβολικού οικογενειακού κεφαλαίου στο μέλλον, καθώς και (ιδιαίτερα αληθινό σε καταστάσεις με ισχυρή κοινωνική κινητικότητα, όπως η νεοελληνική) φαντασιακή προβολή στο μέλλον αυτού που δεν ανευρίσκεται στο παρελθόν (αίσθηση ιστορικής συνέχειας, σόι, κοινωνική θέση).

Μεγάλη επένδυση συμφερόντων στον έφηβο (και στο παιδί). Ό,τι χάθηκε σαν αντικείμενο εργασιακής εκμετάλλευσης επανευρίσκεται από την αγορά σαν υπολογίσιμος και ευάλωτος καταναλωτής. Αρκεί να παρατηρήσουμε γι’ αυτό πού σκοπεύουν οι διαφημιστές – αλλά και, από τη δική τους οπτική της αγοράς, οι έμποροι των ναρκωτικών.

Απορία και αμηχανία ως προς τους κανόνες του κοινωνικού παιχνιδιού και την συμβολική ή φαντασιακή νοηματοδότηση και νομιμοποίησή τους. Οι έφηβοι είναι ιδιαίτερα ευαίσθητοι δέκτες των φαινομένων που αποσταθεροποιούν και αμφισβητούν την κοινωνική αυθεντία, το γονεϊκό λόγο, τη γονεϊκή παρουσία και λειτουργία. Η δικιά τους απορία και αμηχανία πάλι για το σώμα τους, την επιθυμία τους, τη φαντασία τους, το μέλλον τους και τη θέση τους στον κόσμο ενισχύουν και επιτείνουν αυτά τα φαινόμενα σύγχυσης και κρίσης, ιδιαίτερα αισθητά στη σύγχρονη ελληνική οικογένεια. Κοινός παρονομαστής αυτής της δυσφορίας, η εκατέρωθεν δυσκολία πραγμάτωσης του πένθους της παντοδυναμίας και στον εαυτό και στον άλλο: Η δυσκολία συμμετοχής στο παιχνίδι της ζωής με βάση τους κανόνες του και από τη θέση που αντιστοιχεί στον καθένα.

Στη σύγχρονη ελληνική κοινωνία, ο έφηβος ρητά διεκδικεί θέση αυτόνομου υποκειμένου, ενώ η οικογένεια περιμένει απ’ αυτόν κατά κανόνα την εκπλήρωση ναρκισσιστικών πόθων (και, ιδιαίτερα, την επούλωση ναρκισσιστικών τραυμάτων) όλης της οικογένειας.

Μια πρώτη πηγή εντάσεων, λοιπόν, στη συνάντηση του εφήβου με τον φαντασιακό και συμβολικό κόσμο της οικογένειάς του, είναι αυτή η απόκλιση ως προς το ζητούμενο, τον επιθυμητό σκοπό.

Αυτές οι εντάσεις επιτείνονται και περιπλέκονται παραπέρα από το ότι η διεκδίκηση και αναζήτηση θέσης αυτόνομου υποκειμένου από τον έφηβο γίνεται σε οικογενειακές συνθήκες, που συχνότατα χαρακτηρίζονται από ασάφεια και ανεπάρκεια των κανόνων του παιχνιδιού (διαλόγου ή σύγκρουσης). Όμως, σε ασαφείς καταστάσεις η αποσαφήνιση της προσωπικής του θέσης από τον έφηβο συχνά καθίσταται εγχείρημα προβληματικό. Λογική συνέπεια, η εκδήλωση νέων εντάσεων, ακόμη και με τη μορφή συμπτωμάτων (μια τεχνητή, «παθολογική» αποσαφήνιση της κατάστασης βιώνεται καλύτερα από το χάος).

Σε σχέση με το μικρό παιδί, συχνά αναπτύσσεται η αυταπάτη ότι δε μπορεί να έχει δικό του λόγο (τόσο βαραίνουν οι περιορισμένες δυνατότητες της πράξης του).

Ο έφηβος όμως (προσπαθεί να) διατυπώνει δικό του λόγο, διεκδικεί θέση αυτόνομου υποκειμένου. Οι εντάσεις αυτής της διαδικασίας οδηγούν συχνά στην καλλιέργεια μιας συμμετρικής αυταπάτης, που εδράζεται κύρια στην εκρηκτικότητα της πράξης, η οποία χαρακτηρίζει την εφηβεία. Η χαρακτηριστική αυτή αυταπάτη ως προς τον έφηβο είναι ότι κάθε πρόβλημα αφορά αυτόν τον ίδιο (αποδιοπομπαίος τράγος). Συνέπεια αυτής της αυταπάτης είναι, κατά κανόνα, η μεταγραφή κάθε έντασης και σύγκρουσης μεταξύ εφήβου και λοιπής οικογένειας με όρους «θύτη-θύματος» (όπου ο καθένας κατά κανόνα διεκδικεί τη θέση του θύματος).

Έτσι λοιπόν, η ασαφής ή ανεπαρκής λειτουργία του Νόμου (ηθική και κανόνες του παιχνιδιού) στα πλαίσια της οικογένειας αναπαράγεται εκρηκτικά στη θέση και στο πρόσωπο του εφήβου. Η δυσκολία ή αδυναμία του αναγκαίου αποχωρισμού, που θα διαφοροποιήσει τον έφηβο διαμορφώνοντας ένα αυτόνομο υποκείμενο, μετατρέπει τη συνάντηση του παρελθόντος-παρόντος-μέλλοντος, που ενσαρκώνουν οι γενιές, σε κρίση και δοκιμασία.

Σ’ αυτές τις περιστάσεις, οι γεννήτορες προσπαθούν όσο καλύτερα μπορούν να σταθούν σαν γονείς. Όμως τα δάνεια και οι δουλίες προς τη δική τους προσωπική και οικογενειακή ιστορία, οι αβεβαιότητες, οι ενοχές, τα άγχη συχνά τους καταβάλλουν. Ο έφηβος πάλι, αντί να διαμορφώσει τη δική του αυτόνομη υποκειμενικότητα, συνταιριά-ζοντας σε μια προσωπική του εκδοχή την επιθυμία του και το Νόμο, εμπλέκεται σε αδιέξοδες διελκυστίνδες με τους γονείς (ούτως ή άλλως ατελείς), προσπαθώντας, συχνά απεγνωσμένα, να τους κάνει αντάξιους αυτού που η φαντασία του απαιτεί – ιδεώδεις οδηγούς ή άξιους αντιπάλους σ’ ένα παιχνίδι με λογική και νόημα (οι ταινίες του Τζέημς Ντην δείχνουν με ενάργεια αυτή την αγωνία).