21 Μαΐου

  • Post category:Σημειωματάριο
  • Reading time:Χρόνος ανάγνωσης 2 λεπ.
Σήμερα,
Σαν σπονδή
Στο αρχαίο Όνομα του Πόθου,
Ένα απόσπασμα
Από το μυθιστόρημα
“Ένα τραγούδι για τον Ορφέα”:

«Απόψε, αγαπητοί ακροατές, ο ευρυγώνιος με πήγε πολύ πίσω. Ήμουν δεκατριών χρονών, όταν πέθανε στο χωριό η γιαγιά μου η Άρτεμις. Είχαμε πάει δυο τρία καλοκαίρια διακοπές εκεί. Λίγο την ήξερα, όμως την αγαπούσα, μου είχε αφήσει μια αίσθηση έμπρακτης στοργής· δίχως πολλά λόγια, δίχως πολλές πράξεις, όμως το λίγο της έγραψε. Γι’ αυτό και ζήτησα να πάω κι εγώ στην κηδεία της, αν και είχα σχολείο και … καταλαβαίνετε. Δέχτηκαν εύκολα και με πήραν.

Η Λουκρητία δεν ήρθε, δεν ήθελε. Ταξιδεύαμε όλο το απόγευμα σε δρόμους που δεν γνώριζα. Φτάσαμε βραδάκι στο χωριό. Όλη αυτή η διαδρομή είχε κάτι το μεταφυσικό για μένα: Ήταν η πρώτη κηδεία που θα παρακολουθούσα. Η διαδρομή για μένα δεν είχε… ούτε έχει ακόμη… ούτε αναχώρηση, ούτε άφιξη – ούτε κεφάλι, ούτε ουρά. Μόνο βρεθήκαμε εκεί, μέσα στη νύχτα και τη βροχή, για το νυχτέρι της πεθαμένης γιαγιάς μου. Κόσμος ερχόταν, ασπαζόταν τη νεκρή, άφηνε λουλούδια, συλλυπούνταν κι έφευγε – ένα άηχο πηγαινέλα, που δεν άλλαζε τίποτα, αν και πρόσθετε κάθε φορά κάτι. Το κοίταζα. Τα πιο πολλά ούτε που καταλάβαινα τι σήμαιναν. Όμως, με σαγήνευαν, ιδίως το μυστήριό τους … Το μυστήριο του θανάτου που βρίσκεται, με σάρκα και οστά, εκεί μπροστά σου, συναλλάσσεσαι μαζί του. Γι’ αυτό σας λέω, είχε κάτι το μεταφυσικό η βραδιά. Θυμάμαι την αδελφή του πατέρα μου, την Ασπασία, τη θεία μου, να φτιάχνει επιτόπου μοιρολόγια. Θυμάμαι ένα, έλεγε πως η νεκρή έφυγε με το παράπονο ότι η κόρη της η Ασπασία, η μοιρολογήτρα, δεν ήταν δίπλα της όταν ξεψύχησε. Κι αυτό το έκανε η θεία ένα μοιρολόι ατελείωτο, για να ξορκίσει την αστοχία, για να παρηγορήσει την νεκρή και, ίσως πιο πολύ, για να συγχωρήσει τον εαυτό της. Όλοι την άκουγαν σοβαροί, τουλάχιστον οι δίπλα από το φέρετρο. Πιο πίσω, στην κουζίνα ιδίως, γίνονταν πράγματα, ετοιμασίες, καφέδες, κουβέντες, ακόμη και πνιχτά χάχανα. Η νύχτα περνούσε και δεν φαινόταν να συμβαίνει τίποτα. Κι ο τόπος ήταν εξωπραγματικός για μένα. Δεν υπήρχε μέσα στο μυαλό μου καμιά γεωγραφία ρεαλιστική· μόνο σπίτια δίπλα σ’ άλλα σπίτια, δρόμοι που συναντούσαν δρόμους, παρακεί η θάλασσα, πιο πέρα λόφοι μ’ ελιές, αόρατοι. Μου έλεγαν να πάω να κοιμηθώ, που ήμουν παιδί. Εγώ δεν ήθελα με τίποτα, αν και τα βλέφαρά μου έκαιγαν και βάραιναν. Κάτι περίμενα ίσως.

          »Τότε συνέβη κάτι που ακόμη το λέω μεταφυσικό. Μια γυναίκα πιο μεγάλη από μένα – γύρω στα τριάντα θα την έλεγα τώρα, όμως η αλήθεια είναι ότι το μόνο που μπορώ να πω γι’ αυτήν είναι “μια γυναίκα πιο μεγάλη από μένα”. Εκείνη η γυναίκα, λοιπόν, δεν θυμάμαι ούτε τ’ όνομα της ούτε το πρόσωπό της, ήρθε σε μια στιγμή μπροστά μου και μου είπε: “Θέλεις να ‘ρθεις, να πάμε μαζί;” Ήταν αυτό που λένε visitation, επιφάνια – μια παρουσία έξαφνα μπροστά σου θεία, μεταφυσική. Τα ‘χασα. Έγνεψα ωστόσο ναι – ή δεν είπα με κανένα τρόπο όχι. Γιατί με διάλεξε εμένα, διόλου δεν καταλάβαινα. Πού θα πηγαίναμε και γιατί, ούτε αυτό το κατάλαβα. Ούτε το θυμάμαι. Βγήκαμε έξω στη βροχή και τη νύχτα. Άνοιξε μια ομπρέλα που κρατούσε. Με τράβηξε κι εμένα αποκάτω για να μη βρέχομαι. Με έβαλε σφιχτά στην αγκαλιά της, έτσι που βαδίζαμε πλάι πλάι. Και πηγαίναμε πηγαίναμε πηγαίναμε. Αυτή η διαδρομή κι αν δεν έχει για μένα καμία αρχή, κανένα τέλος, κανένα σκοπό, κανένα αποτέλεσμα: Μόνο υπάρχει η διαδρομή, τίποτε άλλο. Μια διαδρομή μέσα στη νύχτα και τη βροχή, με το σώμα της κολλημένο στο δικό μου. Φορούσε ένα μαύρο ζακετάκι πάνω από μία μαύρη μπλούζα, νομίζω. Εγώ δεν θυμάμαι τι φορούσα. Με πήγαινε θα ‘λεγες αιωρούμενο η αγκαλιά εκείνη, η ανείπωτη, κι όλα τα ρεύματα του πόθου και της έξαψης, καθώς το στήθος της παλλόταν στον ώμο μου. (Βάζει ασυναίσθητα την παλάμη στον δεξί του ώμο). Κόσμος άλλος, τίποτα δεν υπήρχε. Μόνο τα σημεία όπου το ένα σώμα ερχόταν σ’ επαφή με τ’ άλλο σώμα και ο παλμός του στήθους της στον ώμο μου. Θεέ μου!»

          Όλοι ακούν μαγεμένοι! Συμπορεύονται μέσα στη νύχτα και τη βροχή, μ’ ένα σώμα ν’ αγγίζει άλλο σώμα κι ένα στήθος να κυβερνά τον κόσμο με τον παλμό του. Καθένας στη δική του νύχτα, στη δική του βροχή, στα δικά του σώματα που αγγίζονται, στον δικό του παλμό του σύμπαντος κόσμου συμπυκνωμένο σ’ ένα στήθος γυναίκας. Όλα τ’ ανείπωτα εδώ συναντώνται. Ένα υγρός στεναγμός τρικυμίζει παντού· πόθοι πλαντάζουν· λέξεις βουλιάζουν.

          «Όσο το σκέφτομαι, δεν ξέρω τι σκεφτόμουν, ούτε τι αισθανόμουν. Φαντάζομαι μόνο, και είναι αυτό μια ατράνταχτη βεβαιότητα μέσα μου, θεμέλιο του παντός ίσως για μένα, ένα πράγμα. Ότι η αίσθηση εκείνη, ο πόθος ακράτητος μέσα στον ίσκιο του θανάτου, η σεξουαλική διέγερση (φωνή του τρέμει) εν σκότει και σκιά θανάτου, ήταν η απόλυτη πιστοποίηση του ότι είμαι ζωντανός, υπάρχω. Υπάρχει ο θάνατος, άρα υπάρχω. Τώρα μου έρχονται αυτά τα λόγια. Αλλά νιώθω ότι αποδίδουν, όσο τα λόγια μπορούν ν’ αποδώσουν το άφατο, αυτό που στ’ αλήθεια μου άφησε μέσα μου εκείνη η νύχτα κι εκείνη η βροχή, μέσα απ’ τη στύση του εφήβου που βαδίζει ή αιωρείται στον κύκλο του θανάτου, στον ορίζοντα της πεθαμένης γυναίκας».

          Ο Θάνος τέλειωσε την αφήγησή του. Είναι σε μια διακριτικά αλλόκοτη κατάσταση ηρεμίας και διέγερσης ταυτόχρονα – γαλήνια έξαψη, θα την έλεγες. Σαν να ‘χει φτάσει πεζός σε μια κορυφή κι εκεί στέκει τώρα, κοιτάζει τα σύννεφα κάτω απ’ τα πόδια του και κάποια βουνά αγκαλιά μ’ έναν ακαθόριστο ορίζοντα, με πλησμονή στο μυαλό στην καρδιά του. Και οι άλλοι κάτι ανάλογο αισθάνονται. Θα περάσει ώρα αρκετή για να μπορέσει κάποιος τους ν’ αρθρώσει μια κουβέντα. Ειπώθηκαν κι άλλα λόγια. Έμειναν μαζί μέχρι τις έντεκα. Ίσως κανείς δεν θυμάται τι τάχα ειπώθηκε μεταξύ τους. Τα χώνεψε όλα η νύχτα και η βροχή της αφήγησης – όπως έγινε και με την τοτινή βροχή και νύχτα στη μνήμη.

 

Νίκος Σιδέρης

«Ένα τραγούδι για τον Ορφέα» , (σελ. 201-204)