Ερωτικό 1971
Χωρίς να βγαίνω πηαίνω και σε ψάχνω
Κάτω απ’ τον ίσκιο των βομβαρδιστικών
Σε μετοχές κι αντιμαχόμενες βιτρίνες
Σε βαριά πατήματα στρατιωτικά –
Μόνο στη σκέψη κι έρημος σε βρίσκω
Στην πρώτην όψη σου, καλή κι αληθινή
– Ερειπωμένη μουσική και σπίτι.
Ροντέλα
Πέρασαν
Σμύρνα και στάχτη
Τα παιδικά μας χρόνια
Σμύρνα και στάχτη
Και πέρασαν.
Τέσσερα φύλλα
βροχής
των ουρανών τα χείλη μισανοίγοντας με το πλατάγισμα των
βομβαρδιστικών
στοίβες αβάδιστες βδομάδες με τις εφτά Μεγάλες Παρα-
σκευές, σκίζοντας αλλοτριωμένα πλήθη, δεξαμενές νυ-
στάλα. δωδεκάμιση.
Πέρα είναι το λιμάνι, τα καραβόπανα μεγάλοι επίδεσμοι και
σημαίες
γρανάζια και μπογιά σκασμένη, οι αλυσίδες αναδεύοντας το
δηλητηριασμένο αφρό. δος μου το χέρι σου.
Ραμά λουσμένη απ’ το ψιχάλισμα κάποιου Νοέμβρη
τζάμι ζωγραφισμένο με το χνώτο
πού να σε συναντήσω
Ίσως
με μια κορδέλα τρέλα στο μυαλό
στις λαγκαδιές του νέου Παρθενώνα
με ποιον αποχαιρετισμό μισό
με κάθε νεύρο κρεμασμένο
στο παραπέτο του ύπνου
τη λησμονιά με μυρουδιά νοβοκαΐνη ¾
δος μου, δος μου το χέρι σου.
δος μου το χέρι σου, δεν έχω χειροπέδες
δεν έχω πανωφόρι μήτε προσκέφαλο καλά καλά δεν έχω μήτε
σένανε
έχω μόνο τα χέρια μου, τί να την κάνεις πια την αποκαθήλωση
δε με γελάνε πια τ’ αφόρετα αποφόρια, πες ξοδεύτηκα
στα πένθη και στις αγωνίες κι από το παραθύρι με το ισόβιο
δέντρο
εργάτης στα εργοστάσια καπνός στις καμινάδες και γαλάζια
λεωφορεία στις λεωφόρες
στο λατομείο της μεγάλης εποχής, δαρμένος απ’ τον ορυμαγδό
των πολιτικάντηδων και τις ορδές των νοικοκυραίων
ανεξαγόραστη κραυγή, έρημο πάρκο δυόμιση μεσημέρι
– γιατί δεν ήσανε άλλες οι παλάμες, άλλες οι ράχες, άλλες δεν
ήσανε οι ράγες που μ’ έκλεισαν να με πάρουν
ραφή χωρίς φόρεμα, θηλειά χωρίς κόμπο δίχως σκοινί
μ’ ένα ανεπαίσθητο τρένο μακριά πολύ μακριά πέρα από κίνη-
ση κάθε.